Εισαγωγικό σημείωμα

'Oσοι πονάμε τη στενάζουσα σιωπή, ελάτε να γεμίσουμε τους ήχους Όσοι τον εμπαιγμό της ηθικής δεν ανεχόμαστε, ας ζωντανέψουμε ξανά τη μνήμη των κυττάρων Κι αφού αίρεση ο έρωτας στο δόγμα του θανάτου, εθελοντές ας παρατείνουμε την αχανή εκκρεμότητα του ρίγους
Κι επειδή καιρός του χωρίς, εξ αρχής ας οριοθετήσουμε με λέξεις τις μονές μας, ας ιδρύσουμε από τα παλαιά υλικά της κατεδάφισης πάνω σε πράξεις στέρεες το καινούργιο συναίσθημα, αλλιώς όσο θα μένουμε ημιάνθρωποι, δίχως αιδώ το φως θα ασχημονεί πάνω στο θαλερό κορμάκι της αλήθειας
Κι όταν η τέχνη εξοφλήσει μέρος από την υποχρέωση στο φως κι η ματαιοδοξία αρχίσει να μας επισκέπτεται αραιότερα, καθώς που άλλη ομορφιά απ' την αλήθεια δεν εβρέθηκε, σκεφθείτε πόση ομορφιά μας περιμένει!

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Δυο κείμενα για τη φιλόξενη γη της Βοιωτίας

Ελάτε να γνωριστούμε


                                      Φίλοι επισκέπτες,

     Όποιος κι αν είναι ο λόγος που σας τράβηξε ή σας έσπρωξε στα μέρη μας, ελάτε να γνωριστούμε..
     Κάθε ταξίδι μιαν υπόσχεση τηρεί για καλωσόρισμα.
     Εμείς εδώ από χώμα και νερό και με του κάμπου τ’ άλογα  να οργώνουνε την πεδινή μας σκέψη.
     Μα, επειδή  και Ελικώνας καιρός μας ορίζει η ψυχή μας βαθιά σαν του βουνού τον ίσκιο.
     Εδώ, φιλτραρισμένα δάκρυα τ’ ουρανού κινούν, καθώς το βλέπετε ,τη φτερωτή του χρόνου.
      Συκοφαντία, ωστόσο, τάχα πως η Λιβαδειά είναι μονάχα η πόλη των νερών, που, και να μην τηρεί τον αρραβώνα με τη φύση, απ’ τις πηγές της Κρύας θα αρδεύει τις ελπίδες μας.
     Εδώ το χώμα πλάθει πήλινους θεούς κι οι πέτρες διηγούνται γεγονότα.
     Όμως αυτάρεσκη γυναίκα η ιστορία, καθώς ξέρετε, το παρελθόν της ας την αφήσουμε  να κρύβει.
     Πάμε καλύτερα απ’ τον παράδρομο του μύθου.
     Εδώ στη σιωπή της ελατένειας πολιτείας Εννιάμουσος ο Απόλλωνας κεντά, έχουν να πουν, την αρμονία των πραγμάτων.
     Κι εκείνη εκεί η στενή οπή μέσ’ στα ριζά του βράχου-με του Τροφώνιου τη μεσολάβηση-ευρύχωρη για να περάσει  των θνητών η περιέργεια, στα αμφίσημα να κρεμαστεί της Δελφικής Πυθίας χείλη, τι τάχα μέρες να μας ξημερώνουν οι Θεοί να διαγνώσει.
       Καλώς μας ήρθατε λοιπόν κι αν το καλό ταξίδι φεύγοντας , κάτι για ενθύμιο θελήσετε μες στις αποσκευές σας, κρατήστε πως εμείς εδώ από το μύθο της αλήθειας, που οι πολλοί ευαγγελίζονται, του μύθου την αλήθεια προτιμήσαμε.
     Ή, όσοι απαρηγόρητες  κρατάτε αγάπες που εκκρεμούν μια ακουστική εικόνα πάρτε  ποταμού, καθώς θα ταξιδεύετε, να ενορχηστρώνει τα όνειρα σας.


                                                                       
                                            Ταξιδιωτική οδηγία


       Κατεβαίνοντας από τον  ουρανό στη Γη της Βοιωτίaς, πρώτος  σας
υποδέχεται ο Παρνασσός∙ στα δυτικά κι ίσα με ένα παραμύθι δρόμο,
 αυτάρεσκος απλώνεται ο Ελικώνας.
      Λένε σε τίποτα δεν είχε να ζηλέψει, αιώνες που θάλλει στον ίσκιο
 των μεγάλων υψομέτρων.
     Εδώ τα ατίθασα έλατα χρόνια κρυφομιλούνε με τα σύννεφα κι έχουν να πουν
 γι’ αυτό οι κεραυνοί δεν τους χαρίζονται.
     Εδώ η κοιλάδα των Μουσών κεντημένη στα πράσινα, με όσα η ανέμη του
 χρόνου ξέρει και πλέκει νήματα κι εργόχειρο, θαρρείς, του ίδιου του Απόλλωνα
 οι εννιά χυτές λαμπάδες να φέγγουνε τη χάρη του: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια,Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη σαν άλλες
 γλώσσες να λαλούν  και σαν που το θέλει ο άνεμος, αέρινα να χαϊδεύουν
 τις αισθήσεις.
      Εδώ, καθώς ο νους εξόριστος, για όσα κατά διάνοιαν αμαρτήματα,
 οι απαντήσεις χάνουνε το κύρος τους, θαρρείς για ν’ απομένει απερίσπαστο
το απορείν και το θαυμάζειν…
     Αν πάλι έρχεστε από το δρόμο που κρατάει μυστικά, ανεβαίνοντας  το έγκατο
 βύθισμα της Κασταλίας, την προσομοίωση, θαρρείς, της άλλης άβυσσος,
 όπου τυχόν σας έριξε και σας απόκρημνη δισύλλαβη ομορφιά, ίδια στο
 στόμιο του Τροφώνιου Μύστη  ανοίξτε τα μάτια, εχέμυθο εδώ το φως
 δε σας προδίδει.
       Εδώ τα φύλλα του πλατάνου, για τις απογευματινές ανάγκες των ματιών,
 χωρίς διακοπή  αλλάζουν χρώματα κι ύστερα κολυμπάνε στο νερό ανάλαφρα,
 να μην επιβαρύνουνε το βλέμμα.
     Εδώ στο  μυχό του σχισμένου βράχου φιλτραρισμένοι εκρέουν οι χυμοί
 του βουνού, της Λήθης, λένε μερικοί, της Μνημοσύνης άλλοι, σημάδι πως
 η γη δεν καταπίνει τη βροχή έτσι απερίσκεπτα.
     Εδώ, στο δρόμο για την πράσινη θάλασσα, με τα υδάτινα κρουστά,
 απαρηγόρητη η Έρκυνα συνοδεύει ρυθμικά τη σιωπή των αιώνων.
     Ποια  μουσική καλύτερη, ποιος τόπος;
                


             Υ.Γ    Στη φιλόξενη Βοιωτία, για όσες με έχει  κεράσει
                          ταραχές, πες φιλοδώρημα.!

Τελευταία επιθυμία

                     
            

Έξω ένας Ιούδας Αύγουστος έτοιμος
να με παραδώσει στο Σεπτέμβρη
κι έχουν τις ενοχές θηλιά περάσει στο λαιμό μου
αδημονεί ο όχλος μασουλώντας πασατέμπο
με το μάτι στο κόκκινο του διψασμένου άχτι
κι ο δήμιος πίσω απ’ τα  σκοτεινά γυαλιά
τα μάτια τέσσερα
μην τύχει φαλακρή η ευκαιρία
Μα πριν έχω μια τελευταία επιθυμία :
θέλω ένα στήθος να μου φέρετε
γυναίκας να φιλήσω
λευκό σαν φυλαγμένο μυστικό,
απαλό σαν την αιώνια σιωπή
που περιμένει
αξομολόγητος, θα φύγω, μα πριν
αςβγάλει ενός λεπτού σκασμό το σκυλολοϊ
και  τότε φέρτε μου ένα στήθος να φιλήσω,
αφού θα μου έχετε από πριν δέσει τα μάτια,
για να μπορεί να είναι της αγάπης μου!

                 

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Άφησέ με να σ' αγαπώ

Άφησέ με να σ’ αγαπώ
με όλη τη δύναμη των λέξεων σε θέλω
εδώ θα συναντιόμαστε, όπως είσαι
με του βασιλικού το δροσερό στον κρόταφο
με το σορτσάκι και την αλογοουρά,
στη μέση μου δεμένη με τα πόδια.
Δε φέραμε τη ζωή μας ως εδώ από ένα πείσμα
Άφησέ με να σ’ αγαπώ
κι αν δε βάλαμε μουσική από την αρχή,
ήταν για ν’ ακουστούν οι λέξεις.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας καίγεται
χωρίς ποτέ κανείς να ζεσταθεί.
Άφησέ με να σ’ αγαπώ,
για κείνο που θα ήθελες να είσαι
με την επιμονή κομμένου χόρτου,
που απλώνει κίτρινο χαλί
για να περάσει η άνοιξη.
Με άχρωμες λέξεις, κουρασμένες
δε μου βολεί να ζωγραφίζω όνειρα
Άφησέ με να σ’ αγαπώ
χωρίς κανένα παραπάνω λόγο,
κράτα με μόνο από το χέρι,
όταν με βλέπεις και βυθίζομαι,
εκεί θα συναντιόμαστε.
Δοκίμασα το δάκρυ μα η ψυχή δεν ξεδιψά.
…απόψε δε θα οδηγήσω,
παρκάρισα τη σκέψη μου στα χείλη σου,
άσε με να σε πιω να ζαλιστώ!

Αγάπη δε έχων....γέγονα ήχος κενός!


 

Μοιράζω τη σιωπή στα τέσσερα
ένα του πόνου, ένα της χαράς
τα δυο δικά μου
κι έγινα σκοτεινό γιατί,
μόνο για να χωρέσω στη σκιά σου
έτσι που ό,τι κι αν δε συμβεί ανάμεσά μας
να βεβαιώνεται αναντίρρητα
του κεραυνού η προτίμηση,
όμως τόσα αμετάπειστα μετά
χωρίς ραγισματιά στη μεταξένια σιωπή
είναι φορές που με κάνεις ν’ αναρωτιέμαι
πώς δε σου περνά από το νου ότι ο καιρός
με σύμβαση αορίστου χρόνου συνεταιρίζεται
τους εργολάβους κηδειών.
Στο μεταξύ, σωπαίνω για σένα μ’ ακούς ;



Συγνώμη Νίκο !

Είναι καιρός που δε φοβούμαι τίποτα,
σχεδόν τίποτα δεν ελπίζω τώρα πια.
Ελεύθερος είμαι τώρα παρά λίγο.
Αν σου το λέει η καρδιά, αγάπη μου,
ολότελα λεφτέρωσέ με,
....αν σου το λέει η καρδιά!

Γιατί ;

Έχουμε λόγους που πληγώνουμε
εκείνους που αγαπάμε
τους άλλους τους τελειώνουμε!
Εσύ που την καρδιά σου, λες,
αγάπη δεν επείραξε,
γιατί με γέμισες πληγές ;

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΜΑΝΑ: ΤΟ ΝΑΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

ΧΟΡΟΔΡΑΜΑ

Το κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της παράστασης
 που ανέβασε η Λένα Σύρου στο θεατράκι της Αράχωβας
 με παιδιά της πόλης, καλοκαίρι του οκτώ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

   Τελείωσε ο Θεός τον κόσμο, έβδομη μέρα, κι απ’ τον εξώστη του ουρανού, επισκοπεί τα αιώνια έργα. Κάτω, το υποταγμένο χάος, απλωμένα τα αστέρια κι η Γη κι η θάλασσα και τα πλάσματα δοσμένα στην αγάπη.
   Τόσο του φάνηκαν όλα σοφά και όμορφα , που μεθυσμένος έπιασε να χορεύει.
   Σύντομα, όμως, ένιωσε πως δεν ήταν κανείς γύρω να  χτυπήσει παλαμάκι και …συννέφιασε.
  -Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, είπε.
    Συνέχισε, ωστόσο, να καμαρώνει το στερέωμα κι ο νους  περασμένος στη βελόνα, κεντά την υπογραφή στην ούγια.
-Θεέ μου , είπε μια στιγμή, τόση ομορφιά δεν τη χωρά η μοναξιά μου, εγώ που για το τελευταίο πουλί πρόβλεψα μια Μάνα, σαν πεταρίζει να το χαίρεται, να το καλοτυχίζει στο ζευγάρωμα, σα σφάλλει να το συγχωρεί, εγώ, γέννησα τον εαυτό μου ορφανό!
   -Αυτό είναι σοβαρή ατέλεια, είμαι ασυγχώρητος, συλλογίστηκε και έμεινε ώρες στην περίσκεψη.
   Ώσπου μια ιδέα άστραψε στο νου του.
 «Γέννησα τον εαυτό μου, ξαναείπε, είμαι, λοιπόν, κι εγώ μια Μάνα και μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να με συγχωρέσω»
   Ένιωσε ανακουφισμένος, έσκυψε, έκοψε από το ματόκλαδο του δακρυσμένου σύννεφου ένα ματσάκι δεντρολίβανο και συγκινημένος το πρόσφερε στον εαυτό του!

ΣΧΟΛΙΟ 1.

  Των Θεών που μ’ ορίζουν τα έργα αγαπώ τη γυναίκα!
Κοριτσάκι, κοπέλα, μητέρα, γιαγιά διπλομάνα,
τρεις και μια εποχές να χωρούν σε μιαν άνοιξη.
Και για ιδές, όλα  γύρω ν’ ανθίζουν που η ζωή επιμένει
Της μητέρας το δάκρυ αλμυρό στου πηλού το μετάπλασμα,
στου νερού την πορεία  και πηγή και κελάρυσμα.
Στην κούνια του μωρού που γεννιέται αιωρείται η ελπίδα.
Τρυφερά σκυμμένη η μάνα μεταγγίζει το αύριο. 
Ανάσα η ζωή μεσ’ στις χούφτες της ,στο λαιμό παλλόμενη φλέβα.
Κι οι πιο ταπεινοί από εμάς σε κόρφο απαλό ακουμπήσαμε,
Η πρώτη γεύση ζωής καθαρή σαν το γάλα της μάνας.
Σωπάτε κι η μάνα αγκαλιάζει την τρεμάμενη φλόγα,
Για να πάρει η ζωή του ήλιου το δρόμο,
προσευχή μουρμουρίζει που τη λέν’ και νανούρισμα
 Πάρε το ύπνε, πάρε το κι άμε το στα περβόλια…

ΣΧΟΛΙΟ 2.

Κι ύστερα έρχονται οι Απρίληδες, σωρεύονται στο στήθος.
της κοπελιάς το μάτι νυσταγμένο στο βιβλίο
κι άγρυπνος νους σκαρφαλωμένος στο παράθυρο.
Μάνα  λούζε με, μάνα μου χτένιζε με,
 μάνα μου στο σχολειό, μάνα μου μη με πέμπεις.
Αέρας φέρνει τις φωνές τις μυστικές.
«Έλα και δαχτυλίδωσε ο καιρός, στα κοραλλένια πόδια σου
η ελπίδα αποθέτει αρραβώνα.
 Μέσα από τις καλές σου τις γραμμές,
τραίνο ανυπόμονο η ζωή, φλόγες κομίζει,
ξύπνα κι ο έρωτας περνά…»
Μα η μάνα ,ανήσυχη χαρά, λαγοκοιμάται
«Ποιοι να’ ναι αυτοί, στης ταραχής που είναι δοσμένοι την απόφαση,
Αέρας ποιος τους σήκωσε κι είναι ερωτοπαρμένοι
τι θέλουν και συχνοπερνούν τραγουδιστές,
για πότε η θυγατέρα εγίνηκε γυναίκα,
Ένα παιδί είναι ακόμη ,θεέ μου,
πώς να αντέξει ανδρικής ψυχής αμίλητο βάρος;
Ένα δεμάτι χωρισμοί το ριζικό μου!
Όμως έτσι ανεβαίνει η ζωή του ήλιου το δρόμο.
Ας είναι η ώρα η καλή κι ας είναι τώρα.

ΣΧΟΛΙΟ 3.

Κι είναι το πλήρωμα του χρόνου, μάνα, ανάκατο που έρχεται,
κι είναι του μυστικού σχεδίου η ώριμη στιγμή.
 Και πριν καλά προφτάσεις ένα ποτήρι δροσερό νερό απ’τα χέρια μου,
Ήρθεν η ώρα να περάσεις την αόρατη γραμμή.
Στον ανεξύπνητο ύπνο που δόθηκες,
σε ποιο τραγούδι να χωρέσει το κενό,
στην αγκαλιά του χρόνου που κοιμήθηκες
ποιο μοιρολόι, να σου πω, να μη σου λείψει το νανούρισμα;
Μάνα μου δύσκολο κενό μ’ άφησε ο μισεμός σου,
μιας περασμένης άνοιξης μνήμες με κυβερνούν.
Κόβει ο καιρός τους κύκλους του, συγνώμη δε μου δίνει,
σύννεφο φέρνει τη βροχή κι η γη την καταπίνει.

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, της γρίλιας τη σχισμή
ακούω χελιδονιών χαρές στου δέντρου τα κλαδιά.
Μάνα τα γέννησε κι αυτά και θα τα καμαρώνει
Και εμένα πού είσαι μάνα μου, που ο πόνος με καρφώνει;

Ξετρέχει ο νους ν’ αποζητά τα είχα και τα ‘χω χάσει,
σ’ άδεια δωμάτια σκοτεινά, σκιές με κυνηγούν.
Στο μοναστήρι της ψυχής σε κράτησα ξαργότου,
Ό,τι κι αν είναι μοναχό δεν κάνει μοναχό του.

Δεν το κρατώ παράπονο, μα απ’ όταν έφυγες, μάνα,
κανείς δε με λέει πια παιδί κι ορφάνεψα κι άσπρισα
 σ’ ένα χειμώνα και μάζεψα, έτσι που η ρέστη μου ζωή
 με άνεση να χωρά στης μαντινάδας τις τριάντα συλλαβές
«Τη μοναξιά έχω συντροφιά, που με καταλαβαίνει
 και δε μ’ αφήνει μοναχό κι όταν πονώ σωπαίνει»

Γελαστές που ξημέρωναν οι παιδικές ημέρες,
πριν κόψει ο πόνος την κλωστή κι ο ήλιος βασιλέψει με σημάδι!

ΣΧΟΛΙΟ 4.

Των θνητών που με θέλγουν τα πάθη, αγαπώ τη γυναίκα!
 Σύμμαχο βλέμμα, Μάνα ,καλοκαιρινή αγκαλιά,
 μήτρα και γη και καρπισμένο στάχυ.
Στη δύση σου ριζώνει η ανατολή,
Σαν του κεριού το λιώσιμο αραιώνεις το σκοτάδι
Μα μη μου καίγεσαι
Είμαστε οι γιοι, είμαστε οι κόρες σου.
Κι είσαι ο γόνιμος σπόρος στο χώμα για μας.
κι η ζωή ανεβαίνει του ήλιου το δρόμο
Μάνα γη, του μυστικού σχεδίου η βυθισμένη ρίζα,
το ναι που αντιστέκεται, μάνα,
τα φτερά στης πεταλούδας την πλάτη.
Σε περιβόλια γιορτινά θα συναντιώμαστε.
Κι όσο είμαστε λουλούδια εμείς, θα είσαι η άνοιξή μας.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Μην κι έχουν δίκιο τα παιδιά ;


 

Αν το φως είναι το ζητούμενο
γιατί, τόσο βαθιά ,θεέ μου,
κρύβεσαι στην αγάπη,
από τότε που έγινε φως,
γιατί οι εραστές στήθος με στήθος
σε βάρδιες κάθε βράδυ
υπερασπίζονται τη νύχτα,
τα όνειρα γιατί η μέρα τα κοιμίζει
τα μυστικά ,γιατί ιερά
κρατούν το φως φυλακισμένο,
γιατί οι μάνες τα κορίτσια τους
στ’ άφεγγα τα χτενίζουν,
ο κεραυνός γιατί το φως
στέλνει να μας τρομάξει
μην κι έχουν δίκιο τα παιδιά
που το παιχνίδι προτιμούν
κι αφήνουν τα μαθήματα
στους αφελείς φωστήρες ;
Δεν έχω ανάγκη απ’ άλλο φως
σαν του Οιδίποδα δε βλέπετε  
πού ανέβηκεν ο νους μου ;
Δίχως γυαλιά το φως του φεγγαριού
θέλω να δω,
ας έρθει κάποιος να με πάρει από το χέρι
να πάμε όπου βρούμε μια χαρά
χωρίς αντίσταση
τι παιδική χαρά είναι αυτή η ζωή
που κλείνει όταν βραδιάσει ;
δεν έχω ανάγκη απ’ άλλο φως
ας έρθει κάποιος να μου πει ένα παραμύθι.
Τώρα που εσύ κρατάς τιμωρημένη την αλήθεια μου

Tη νύχτα δε θα μας την πάρουν



Έρχεται η νύχτα και μου λείπεις
τη μέρα εγώ δεν αγαπώ
κλείνω τα μάτια και νυχτώνει
και μέρα νύχτα σε ζητώ

Μα πήρε η νύχτα τη χαρά μου
να δώσει φως των αστεριών
και στην καρδιά μου φτερουγίζει
ο φόβος των περιστεριών

Εδώ δικάζεται η ζωή μου
μ’ ένορκη αγάπη και φιλί
να φύγω δεν μπορώ να φύγω
να μείνω πια δεν ωφελεί

Μα αν είν’ να τρέφω τ’όνειρό μου
γάλα με δημητριακά
καλύτερα στην κόλασή σου
και μετανιώνουμε μετά

Γιαυτό στη νύχτα θα κουρνιάσω
πίσω απ’ τον ήλιο θα κρυφτώ
ερώτημα να βρω μαζί σου
στις απαντήσεις που κρατώ

Πες μου τι είναι που σου λείπει
κι η νύχτα στο’χει υποσχεθεί
κι εγώ θα σβήσω όλα τα φώτα
στην αγκαλιά σου να βρεθεί

Και θα φιλέψω εγώ τη νύχτα
μ’ ένα γλυκό του κουταλιού
ν’ απλώσει επάνω στα μαλλιά σου
λίγο απ’ το φως του φεγγαριού

Τη νύχτα δε θα μας την πάρουν
οι φωτεινές επιγραφές
φτάνει να πεις τι θες να κάνω
όπως σε θέλω να με θες

Κρύβει η ζωή στα κύτταρά της
των εραστών την ενοχή
ένοχη αγάπη δεν υπάρχει
κι η νύχτα βάζει υπογραφή


Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Να ξέρετε


Κυρίες μου,
ωραίες μου κυρίες,
όσες  σε έρωτος
ευρίσκεστε ακόμη
ηλικίαν εννοώ,
το να μην αγαπάτε,
πρώτης γενιάς δικαίωμα.
όπως η πείνα κι η αμάθεια
κι ο θάνατος
…όμως αν δε θέλετε ν’ αγαπάτε,
αν δεν ξέρετε,
αν δεν μπορείτε,
θέλω να πω, αν αγωγή
δεν έχετε λάβει συναισθήματος
ανανταπόδοτα μην αφήνεστε
να σας αγαπούν
και που δε λογαριάζεται
ακόμη ποινικό αδίκημα,
να ξέρετε σκοτώνει!

Αυτοάνοσο

                 


Δε βλέπω να με περιμένει μέλλον εραστή
με παραμύθι περισσότερο μου μοιάζω,
όπως κι εκείνο την αλήθεια μου φλερτάρω
όπως κι εκείνο αρνούμαι τη συκοφαντία
ότι είμαι ψέμα.

Παλιές εικόνες που κρατώ από σένα μέσα μου
με λέξεις αγιογραφώ που σε πρεσβεύουν
όπως κι εκείνες των σκιών σηκώνω τα φορτία,
όπως κι εκείνες της ζωγραφιάς υπερασπίζομαι τη διαφορά
άπ’ τις κοινές εικόνες


Δε βλέπω να με περιμένουν αγκαλιές
σε καραγκιόζη περισσότερο μου φέρνω,
όπως κι εκείνος συγκινήσεις να κερνώ
όπως κι εκείνος με τον πόνο μου που χαίρονται
να μην καταλαβαίνω.

Ήχους διαλέγω να με φέρουν στους ρυθμούς σου
με των πουλιών τη γλώσσα την αλάλητη
όπως κι εκείνοι αντηχώ τις λεπτομέρειες
όπως κι εκείνοι του ύμνου διορίζω την απόσταση
απ’ τα κοινά τραγούδια.


Δε βλέπω να με περιμένει δόξα ποιητή
σ’ ένα αποχυμωτή καιρό που διάλεξα να γράψω
μα όπως κι εκείνος θα περαματίζω τις κλωστές
όπως κι εκείνος δε θα πάψω να μετρώ
πόσα χαμόγελα  χωρούν εν τέλει σ’ ένα στίχο.

Ιδού

                        


Μετέωρος στην άκρη του γιατί
καθώς ανέμου νους γυρίζει την πυξίδα
αντί για δάκρυ που έλειψε
ένα ρευστό ερώτημα
ρίχνω στων ποιητών το μύλο:
Να ζει κανείς ή να ερωτεύεται ;
Ιδού μεταλλαγμένη η απορία
στον άνοστο καιρό των εξελίξεων.
Τον ένα θάνατο τον έναν έρωτα
που πέφτει στον καθένα
πού να τον επενδύσει θαρρετά
για της ψυχής το κέρδος ;

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Επειδή καιρός του χωρίς




Ξεκλειδώνω τις λέξεις
ελευθερώνω τα νοήματα
όσες αμέσως δεν αυτομολούν
στη νέα τάξη
αυτές κρατώ,
αν τύχει κι έρθει κάποια έμπνευση,
αργότερα, αν δεν είμαστε καλά,
τις ξεκλειδώνω πάλι.

Ξεκλειδώνω τις λέξεις,
αφήνω να χυθεί η μουσική
όσες δεν παρασύρονται
να πιάσουνε αμέσως το χορό,  
αυτές κρατώ
κάθε που τόχω ανάγκη,
να σε τραγουδήσω,
αργότερα, αν έρθει να σε πάρει
ύπνος μες στη μνήμη μου,
τις ξεκλειδώνω πάλι.

Ξεκλειδώνω τις λέξεις,
αφήνω ν’ απλωθεί η μελαγχολία
όσες αμέσως δε γλιστρήσουνε
στην πρώτη ανακούφιση
αυτές κρατώ
να βρουν οι μύστες δυο
πελεκημένες αφορμές κι απάνω
να ιδρύσουν το επόμενο μυστήριο
αργότερα πολύ
όταν τα αστέρια εκποιήσουν τη σιωπή
ας έρθουν  άλλοι να τις ξεκλειδώσουν. 

Στο λόγο της τιμής των κερασιών



Εκεί στο πανωσήκωμα της μύτης
που νυχτέρευες περίοπτη
είχα μπροστά σου γονατίσει,
μ’ένα λουλούδι στην καρδιά
και στο κουτί ένα δάκρυ για μονόπετρο
πίστεψέ με, σου είχα πει, αλλιώς
πώς να σε μάθω να κλαις,
θα ρθούνε καύσωνες καιροί
μη μου στεγνώσεις
και εσύ που δεν μπορούσες, λέει,
έτσι θλιμμένο να με βλέπεις
από οίκτο λίγο λίγο στους γραμματείς σου
με παρέπεμψες
πίστεψέ με, σου είχα πει, να’ χει ένα βάρος
η ψυχή ν’αντιμιλάει στον άνεμο
και εσύ που αλλού για μένα δεν υπήρχε
μ’ άφησες σε χελιδονιών τροχιές
κι αποδημίες
έκτοτε έχουν περάσει από το νου μου
τα χειρότερα
έκτοτε έχω μάθει πως το δάκρυ
μαργαριτάρι μες στο κέλυφος του πόνου
και τώρα που κανένας κόπος
δε σ’ εχθρεύτηκε
εσύ που σε κλειστά κυκλώματα ασφαλίστηκες                                           
πού βρήκες το δικαίωμα και κλαις
κρυστάλλινη, εστεμμένη της καρδιάς
ωραίο το σορτσάκι σου, αλλά δεν ανεμίζει
όμορφη από πάντα πού να ξέρεις
κι εγώ δε σκέφτηκα από τότε να στο πω:
καίνε πολύ τα δάκρυα της συγνώμης
καίνε πολύ κι είναι  αλμυρά
δεν κάνουν για λουλούδια
είσαι ό,τι πολυτιμότερο δεν είχα
όμως δεν είναι πια καιρός για ταραχές
φύγε καλύτερα
να σε ματώσω έχω στο λόγο της τιμής
των κερασιών δοσμένη υπόσχεση,
να σε ματώσω κι ας με κόψει από τη ρίζα.


Τουλάχιστον

              

Απ’ τον καιρό που πέρασες
τα σύνορά μου,
νερό δεν ήπια δίχως δόξασοι,
παράπονο δεν έχω
κι ούτε κερί άναψα μονό,
το δεύτερο για σένα
πατώντας της καρδιάς αναβαθμούς
στο πόθο της αλήθειας σου υψώθηκα,
ήρθαν και νύχτες που δεν είχα την ανάγκη σου
κι αγρύπνησα στο φόβο μη σε ξεπεράσω,
όμως και συ, βρε μάτια μου,
κάνε να μη σου αρκεί
που με ανασκάπτεις,
όσο εγώ θα σε επινοώ
τουλάχιστον  εσύ ανακάλυψέ με.

Αγάπη μου

               


Αγάπη μου, όλη φωτιά όλη μετάξι
γυμνός, κι είμαι από χώμα είμαι από νερό
για να ντυθώ με της αυγής το πορφυρό
απάνω στα σταρένια σου μαλλιά
θε να πλαγιάσω

Αγάπη  μου, όλη φως όλη μυστήριο
άχρωμη μες τη σκέψη δε σ’ αφήνω
με πεταλούδας χρώματα σε ντύνω
στο ναι και στ’ όχι ας βρίσκομαι,
που μ’ έχεις

Αγάπη μου, όλη έκσταση όλη δυόσμο
στις γειτονιές των αρωμάτων με πηγαίνεις
λυτή των λουλουδιών τη μέθη που μου φέρνεις
πώς θες μες τη στενόχωρη σιωπή μου
να χωρέσω ;

Αγάπη μου, όλη κόκκινο όλη μαύρο
απ’ του παλμού σε ψηλαφώ την ταραχή
γυμνή μου αλήθεια, ύστερη μου αρχή
μεθυστικά για να ριγάς με τίνος πόθου λόγια
να σε ντύσω ;


Λουλούδι σε βάζο

                



Με άρωμα Αυγούστου από σταφύλι ροζακί
λουλούδι θα γινόμουν, λέει,  κόκκινο
στο μαύρο φόρεμά σου
…και καρφιτσώθηκα αυθόρμητα στο πέτο σου,
τόσο που  Ίβηρες ήχησαν ρυθμοί φλαμέγκο
και με συνεπήραν.

Μα εσύ είπες πως τα μαύρα θέλεις να φοράς,
ανόθευτα του φθινοπώρου, που σου πάνε.
Και μ’ άφησες, ευγενικά, στο βάζο να μαραίνομαι.

Του ονείρου την εκδίκηση αναμένοντας,
πρώτη ύλη με έχεις κάνει τραγουδιών.

                         Πώς θες να σε ξεχάσω;

Τελικό αίτιο

                             



                            Σε σκέφτομαι πριν και μετά

                            στο μεταξύ στη σκέψη σου

                            παραδομένος που να ξέρω;


Σε σκέφτομαι: Για να μην είναι άδειο φωτοστέφανο το ουράνιο τόξο.
Σε σκέφτομαι: Να βρίσκει λόγο το πρωί ο ήλιος να ανατέλλει.
Σε σκέφτομαι:Αφορολόγητη ζωή η φαντασίωση, για να έχω κέρδος.
Σε σκέφτομαι: Εξάπαντος την άλλη τρέλα,  να αποκλείσω.
Σε σκέφτομαι: Γεύση να δίνω στις στιγμές μου και διάρκεια
και άρωμα απ’ το άρωμα σου.
Σε σκέφτομαι: Να μη ζηλεύω τα πουλιά που τιτιβίζουν.
Σε σκέφτομαι: Για να είμαι εκεί, όταν πονάς και λείπω.
Σε σκέφτομαι: Την ευτυχία μου να μοιραστώ, μη με συνθλίψει.
Σε σκέφτομαι: Μια θέση στον παράδεισο να βρω, σαν μετανιώσω.
Σε σκέφτομαι: Στο νόμο της βαρύτητας τη γλώσσα μου να βγάζω.
Σε σκέφτομαι: Μέσα από σένα όλους  τους άλλους  να αγαπώ.
Σε σκέφτομαι: Τα κύτταρα του εγκεφάλου απασχολώ,
μην τά βρουν τίποτε καβούρια ανενεργά και τα χαλάσουν.
Σε σκέφτομαι: Να συγκρατείς τα όνειρα, να μην τα παίρνει η νύχτα.
Σε σκέφτομαι: Τη μοναξιά μου, αν αγαπώ, να είσαι ο μόνος λόγος.
Σε σκέφτομαι: Του οξυγόνου τη δαπάνη η φύση αγόγγυστα να μου εγκρίνει.
Σε σκέφτομαι: Να μη μου λείψει η γλυκιά των ταξιδιών μελαγχολία.
Σε σκέφτομαι: Πολλές φορές και πρόστυχα ,
στο βιογραφικό μου να έχω κάτι να αποκρύψω.
Σε σκέφτομαι: Εφτά ζωές δεν έχω να ξοδέψω, μην ξεχνάς.
Σε σκέφτομαι: Από περιέργεια, καμιά φορά,
πώς μακριά μου εσύ μπορείς κι εγώ δεν κάνω;
Σε σκέφτομαι: Του έρωτα φωλιά παραχωρώ, να προθερμαίνεται.
Σε σκέφτομαι: Από όλα τα ναρκωτικά καθώς σε προτιμώ,
σε απεξάρτηση να μην ελπίζω.
Σε σκέφτομαι: Καθώς αργεί η άνοιξη να ‘ρθει, για να μεθύσω.
Σε σκέφτομαι: Σε άλλα σεντόνια ,σαν τυλίγομαι, κρυώνω.
Σε σκέφτομαι: Τα έργα του ελληνικού του Σινεμά
από δώδεκα φορές και πάνω τα βαριέμαι.
Σε σκέφτομαι: Να μη σε βρουν μονάχη πειρασμοί και σε πειράξουν.

Σε σκέφτομαι: Τη μέρα να  μου φτιάχνεις σαν καφές
στο καφενείο της  πλατείας  Δημαρχίας.
Σε σκέφτομαι: Άλσος παυσίλυπο το σώμα σου
και το’χω για να κάνω περιπάτους.
Σε σκέφτομαι: Όταν τραγουδώ, στο χειροκρότημα σου να ελπίζω.
Σε σκέφτομαι: Πηγή της έμπνευσής μου στα κρυφά, στα φανερά  αποδέκτη.
Σε σκέφτομαι: Αν είναι να είμαι μοναχός, στο άγιο  σου όρος , να μονάσω.
Σε σκέφτομαι: Της απορίας μου τα ερωτηματικά, που σε αφορούν,
θαυμαστικά να γίνουν.
Σε σκέφτομαι: Τη σκέψη μου γυμνάζοντας, να κάνω ωραίες σκέψεις.
Σε σκέφτομαι: Αποτοξίνωση απ’ τις σκέψεις τις κοινές, τις εύκολες.
Σε σκέφτομαι:Το ενδιαφέρον για τον εαυτό σου αναπληρώνω,
που χάνεσαι σε χίλια δυο και μου παραμελείσαι.
Σε σκέφτομαι: Και κάπως τους ιλίγγους μου αλλιώς τους ερμηνεύω.
Σε σκέφτομαι:Των πλανητών να λύσω το μυστήριο,
τί θέλουν και γυρνούν γύρω απ’ τον ήλιο.
Σε σκέφτομαι: Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου να φωτίζεις.
Σε σκέφτομαι: Ανάσα μου ,να μη βαριανασαίνω.
Σε σκέφτομαι: Όταν και εσύ με σκέφτεσαι, να συναντιώνται οι σκέψεις.
Σε σκέφτομαι: Το φέρσιμο σου να λεπτολογώ,
παράδειγμα σπουδής στη σημειολογία.
Σε σκέφτομαι: Τόπο σου δίνω και καιρό,
να νιώσεις μέσα μου άνετα από ιδιοκατοίκηση.
Σε σκέφτομαι: Λέξη τη λέξη να σε αρμολογώ, πρόταση να μου γίνεις.
Σε σκέφτομαι: Με όνειρα καμπυλόσχημα  να σε αναπληρώνω.
Σε σκέφτομαι:  Πως είμαι ερωτευμένος πιο πολύ από ποιητής να σ’ αποδείξω.
Σε σκέφτομαι: Τις εισφορές μου καταβάλλω ανελλιπώς,
με της αγάπης το ταμείο να είμαι εντάξει.
Σε σκέφτομαι: Σαν το λουλούδι στρέφομαι στον ήλιο,  για να ανθίσω.
Σε σκέφτομαι: Κι ο έρωτας διέγερση εγκεφαλική,
έτσι των ορμονών σου σα  ρυθμίζω τη ροή
και πεθαμένος να μπορώ έρωτα να σου κάνω.
Σε σκέφτομαι:  Κι αν επαναλαμβάνομαι σαν δίσκος χαλασμένος γραμμοφώνου
Έχω τους λόγους μου, μην αμφιβάλλεις :
Με έκανες λιώμα μου είπες κάποτε συγκινημένη
κι έκτοτε το έχω κατά νου στον ουρανό να σ’ ανεβάζω,
νιφάδα του χιονιού σαν πέφτεις κι έρχεσαι και λιώνεις,
τους  πυρετούς μου να μπορείς λιγάκι να δροσίζεις.

Σε σκέφτομαι: και μη θαυμάζεις, τόσο πια που τυραννώ τη σκέψη
κακό έχω σκοπό και να το ξέρεις:
Με του έρωτά μου το κρασί θέλω να σε μεθύσω
κι από όσες νύχτες μου έκλεψες
μια δυο να πάρω πίσω.            

                                          

                                                                       




Νοτισμένο σ' αγαπώ

                                         



Έτσι καθώς με έχεις στο βρασμό και εξατμίζομαι,

ώρα που λούζεσαι , αδιάκριτα, στο μπάνιο σου θα μπω,

ανάσα απλωμένου στεναγμού,

                        με του καθρέφτη σου την άδεια να σε κοιτάζω…

                        Στου πόθου υποκύπτοντας τις ικεσίες,

                        εικόνα σου να πάρω να κρατώ,

                        θραύσμα ονείρου, έστω, σφηνωμένο στην καρδιά.

                   … Δεσμεύομαι, αθέατος θα κρατηθώ.

αν γίνω δάκρυ και κυλήσω στο γυαλί

και προδοθώ,

με το πιστόλι που στεγνώνεις τα μαλλιά,

πάλι… τιμώρησέ με!

                                   


              Να σ’ έχω, να μη σ’ έχω




                        Αν είναι κάτι να μου λείπει,
                        θα  ήθελα, φως μου, να είσαι εσύ
                        το λίγο μου να κάνεις αρκετό.
                        Το παραπάνω, βλέπεις, από πάντα
                        τις αντοχές μου τις σεβάστηκε.

                        Στης απουσίας σου το ελεύθερο εργαστήρι
                        η φαντασία αγαλματένια σε σμιλεύει, ανέγγιχτη
                         σαν σε παλιά φωτογραφία,
                        έγνοια μου καθημερινή, χωρίς εσένα
                        καράβι η σκέψη άδειο σε ταξίδι μακρινό.

                        Αν είναι κάτι να μου λείπει,
                        να σ’ έχω να μη σ’ έχω με τρελαίνει.
                        Μετά από σένα τι να περιμένω;
                        Στην προσμονή ο έρωτας γεννιέται και πεθαίνει
                        και τα άλλα όλα τίμημα ακριβό.

                        Με τις αισθήσεις το παιχνίδι πώς μ’ αρέσει
                        τα μάτια μου να σε χορταίνουν παρά λίγο
                        το βλέμμα χάδι ανάερο στο χνούδι των χειλιών.
                        Σε αθώα, τάχα, αγγίγματα το ρίγος να ανιχνεύω
                        και στου χορού τα ιδρωμένα σ’ αγαπώ,
                        στη γλώσσα των σωμάτων.

                        Αν είναι κάτι που μου λείπει, είσαι εσύ
                        κι αν πρόθυμα στης αθωότητας ενδίδω τις προκλήσεις
                        σε έφηβες δίψες να  αναλώνομαι  κι  άγουρες υποσχέσεις,
                        δεν είναι από εγκράτεια, να δεις,  ή δόλια σοφία,
                        είναι από φόβο πιο πολύ, μη μου τελειώσεις.
                                                                       

                                                                    
                                                                       


                       

Υποθετικός συλλογισμός

          


Ό,τι ποθείς
μην το απωθείς
κι αν τ’απωθείς,
περίμενέ το
κι αν το περιμένεις,
τα πρόχειρά σου φόρα
πως δε θα ‘ρθει
κι αν δεν έρθει,
κλάψε μα μην παρακαλέσεις
κι αν το παρακαλέσεις, κι έρθει,
καλοδέξου το
κι αν σε καλοδεχτεί κι αυτό
σήκω και χόρεψε
τραγούδια πες
πες ό,τι θες ,
μην πεις μονάχα
πως τάχα
λάβανε  εκδίκηση τα όνειρα.


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Ό,τι δικό σου




            


Θητεύω στην αγάπη σου φεγγάρια,
απ΄ τα μισά σου χρόνια περισσότερα
κι οι μαργαρίτες νέα σου καλά
δεν είχαν να μου φέρουν·
μοναχικά ρωτήματα με συντροφεύουν
κι αδειάζουν τις κορνίζες των ονείρων στην καρδιά μου·
μα βρήκα θάρρος στο χαρτί δυο λέξεις να αγγαρέψω:
η αγάπη δυο μισά κι έχω το ένα.
Αν είναι τολμηρό να περιμένω,
στο φυλακτό σου το χαρτάκι διπλωμένο να χωρέσει,
να το φοράς στολίδι απάνω σου για μένα,
απ’ της καρδιάς τη μουσική να πάλλεται,
στου στήθους τις διαδρομές να ταξιδεύει,
αν είναι τολμηρό, μην το πετάς.
Στο πόδι βάλτο το κοντό του τραπεζιού,
να μην κουτσαίνει.
Ό,τι δικό σου τ’ αγαπώ.