Εισαγωγικό σημείωμα

'Oσοι πονάμε τη στενάζουσα σιωπή, ελάτε να γεμίσουμε τους ήχους Όσοι τον εμπαιγμό της ηθικής δεν ανεχόμαστε, ας ζωντανέψουμε ξανά τη μνήμη των κυττάρων Κι αφού αίρεση ο έρωτας στο δόγμα του θανάτου, εθελοντές ας παρατείνουμε την αχανή εκκρεμότητα του ρίγους
Κι επειδή καιρός του χωρίς, εξ αρχής ας οριοθετήσουμε με λέξεις τις μονές μας, ας ιδρύσουμε από τα παλαιά υλικά της κατεδάφισης πάνω σε πράξεις στέρεες το καινούργιο συναίσθημα, αλλιώς όσο θα μένουμε ημιάνθρωποι, δίχως αιδώ το φως θα ασχημονεί πάνω στο θαλερό κορμάκι της αλήθειας
Κι όταν η τέχνη εξοφλήσει μέρος από την υποχρέωση στο φως κι η ματαιοδοξία αρχίσει να μας επισκέπτεται αραιότερα, καθώς που άλλη ομορφιά απ' την αλήθεια δεν εβρέθηκε, σκεφθείτε πόση ομορφιά μας περιμένει!

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΜΑΝΑ: ΤΟ ΝΑΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

ΧΟΡΟΔΡΑΜΑ

Το κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της παράστασης
 που ανέβασε η Λένα Σύρου στο θεατράκι της Αράχωβας
 με παιδιά της πόλης, καλοκαίρι του οκτώ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

   Τελείωσε ο Θεός τον κόσμο, έβδομη μέρα, κι απ’ τον εξώστη του ουρανού, επισκοπεί τα αιώνια έργα. Κάτω, το υποταγμένο χάος, απλωμένα τα αστέρια κι η Γη κι η θάλασσα και τα πλάσματα δοσμένα στην αγάπη.
   Τόσο του φάνηκαν όλα σοφά και όμορφα , που μεθυσμένος έπιασε να χορεύει.
   Σύντομα, όμως, ένιωσε πως δεν ήταν κανείς γύρω να  χτυπήσει παλαμάκι και …συννέφιασε.
  -Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, είπε.
    Συνέχισε, ωστόσο, να καμαρώνει το στερέωμα κι ο νους  περασμένος στη βελόνα, κεντά την υπογραφή στην ούγια.
-Θεέ μου , είπε μια στιγμή, τόση ομορφιά δεν τη χωρά η μοναξιά μου, εγώ που για το τελευταίο πουλί πρόβλεψα μια Μάνα, σαν πεταρίζει να το χαίρεται, να το καλοτυχίζει στο ζευγάρωμα, σα σφάλλει να το συγχωρεί, εγώ, γέννησα τον εαυτό μου ορφανό!
   -Αυτό είναι σοβαρή ατέλεια, είμαι ασυγχώρητος, συλλογίστηκε και έμεινε ώρες στην περίσκεψη.
   Ώσπου μια ιδέα άστραψε στο νου του.
 «Γέννησα τον εαυτό μου, ξαναείπε, είμαι, λοιπόν, κι εγώ μια Μάνα και μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να με συγχωρέσω»
   Ένιωσε ανακουφισμένος, έσκυψε, έκοψε από το ματόκλαδο του δακρυσμένου σύννεφου ένα ματσάκι δεντρολίβανο και συγκινημένος το πρόσφερε στον εαυτό του!

ΣΧΟΛΙΟ 1.

  Των Θεών που μ’ ορίζουν τα έργα αγαπώ τη γυναίκα!
Κοριτσάκι, κοπέλα, μητέρα, γιαγιά διπλομάνα,
τρεις και μια εποχές να χωρούν σε μιαν άνοιξη.
Και για ιδές, όλα  γύρω ν’ ανθίζουν που η ζωή επιμένει
Της μητέρας το δάκρυ αλμυρό στου πηλού το μετάπλασμα,
στου νερού την πορεία  και πηγή και κελάρυσμα.
Στην κούνια του μωρού που γεννιέται αιωρείται η ελπίδα.
Τρυφερά σκυμμένη η μάνα μεταγγίζει το αύριο. 
Ανάσα η ζωή μεσ’ στις χούφτες της ,στο λαιμό παλλόμενη φλέβα.
Κι οι πιο ταπεινοί από εμάς σε κόρφο απαλό ακουμπήσαμε,
Η πρώτη γεύση ζωής καθαρή σαν το γάλα της μάνας.
Σωπάτε κι η μάνα αγκαλιάζει την τρεμάμενη φλόγα,
Για να πάρει η ζωή του ήλιου το δρόμο,
προσευχή μουρμουρίζει που τη λέν’ και νανούρισμα
 Πάρε το ύπνε, πάρε το κι άμε το στα περβόλια…

ΣΧΟΛΙΟ 2.

Κι ύστερα έρχονται οι Απρίληδες, σωρεύονται στο στήθος.
της κοπελιάς το μάτι νυσταγμένο στο βιβλίο
κι άγρυπνος νους σκαρφαλωμένος στο παράθυρο.
Μάνα  λούζε με, μάνα μου χτένιζε με,
 μάνα μου στο σχολειό, μάνα μου μη με πέμπεις.
Αέρας φέρνει τις φωνές τις μυστικές.
«Έλα και δαχτυλίδωσε ο καιρός, στα κοραλλένια πόδια σου
η ελπίδα αποθέτει αρραβώνα.
 Μέσα από τις καλές σου τις γραμμές,
τραίνο ανυπόμονο η ζωή, φλόγες κομίζει,
ξύπνα κι ο έρωτας περνά…»
Μα η μάνα ,ανήσυχη χαρά, λαγοκοιμάται
«Ποιοι να’ ναι αυτοί, στης ταραχής που είναι δοσμένοι την απόφαση,
Αέρας ποιος τους σήκωσε κι είναι ερωτοπαρμένοι
τι θέλουν και συχνοπερνούν τραγουδιστές,
για πότε η θυγατέρα εγίνηκε γυναίκα,
Ένα παιδί είναι ακόμη ,θεέ μου,
πώς να αντέξει ανδρικής ψυχής αμίλητο βάρος;
Ένα δεμάτι χωρισμοί το ριζικό μου!
Όμως έτσι ανεβαίνει η ζωή του ήλιου το δρόμο.
Ας είναι η ώρα η καλή κι ας είναι τώρα.

ΣΧΟΛΙΟ 3.

Κι είναι το πλήρωμα του χρόνου, μάνα, ανάκατο που έρχεται,
κι είναι του μυστικού σχεδίου η ώριμη στιγμή.
 Και πριν καλά προφτάσεις ένα ποτήρι δροσερό νερό απ’τα χέρια μου,
Ήρθεν η ώρα να περάσεις την αόρατη γραμμή.
Στον ανεξύπνητο ύπνο που δόθηκες,
σε ποιο τραγούδι να χωρέσει το κενό,
στην αγκαλιά του χρόνου που κοιμήθηκες
ποιο μοιρολόι, να σου πω, να μη σου λείψει το νανούρισμα;
Μάνα μου δύσκολο κενό μ’ άφησε ο μισεμός σου,
μιας περασμένης άνοιξης μνήμες με κυβερνούν.
Κόβει ο καιρός τους κύκλους του, συγνώμη δε μου δίνει,
σύννεφο φέρνει τη βροχή κι η γη την καταπίνει.

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, της γρίλιας τη σχισμή
ακούω χελιδονιών χαρές στου δέντρου τα κλαδιά.
Μάνα τα γέννησε κι αυτά και θα τα καμαρώνει
Και εμένα πού είσαι μάνα μου, που ο πόνος με καρφώνει;

Ξετρέχει ο νους ν’ αποζητά τα είχα και τα ‘χω χάσει,
σ’ άδεια δωμάτια σκοτεινά, σκιές με κυνηγούν.
Στο μοναστήρι της ψυχής σε κράτησα ξαργότου,
Ό,τι κι αν είναι μοναχό δεν κάνει μοναχό του.

Δεν το κρατώ παράπονο, μα απ’ όταν έφυγες, μάνα,
κανείς δε με λέει πια παιδί κι ορφάνεψα κι άσπρισα
 σ’ ένα χειμώνα και μάζεψα, έτσι που η ρέστη μου ζωή
 με άνεση να χωρά στης μαντινάδας τις τριάντα συλλαβές
«Τη μοναξιά έχω συντροφιά, που με καταλαβαίνει
 και δε μ’ αφήνει μοναχό κι όταν πονώ σωπαίνει»

Γελαστές που ξημέρωναν οι παιδικές ημέρες,
πριν κόψει ο πόνος την κλωστή κι ο ήλιος βασιλέψει με σημάδι!

ΣΧΟΛΙΟ 4.

Των θνητών που με θέλγουν τα πάθη, αγαπώ τη γυναίκα!
 Σύμμαχο βλέμμα, Μάνα ,καλοκαιρινή αγκαλιά,
 μήτρα και γη και καρπισμένο στάχυ.
Στη δύση σου ριζώνει η ανατολή,
Σαν του κεριού το λιώσιμο αραιώνεις το σκοτάδι
Μα μη μου καίγεσαι
Είμαστε οι γιοι, είμαστε οι κόρες σου.
Κι είσαι ο γόνιμος σπόρος στο χώμα για μας.
κι η ζωή ανεβαίνει του ήλιου το δρόμο
Μάνα γη, του μυστικού σχεδίου η βυθισμένη ρίζα,
το ναι που αντιστέκεται, μάνα,
τα φτερά στης πεταλούδας την πλάτη.
Σε περιβόλια γιορτινά θα συναντιώμαστε.
Κι όσο είμαστε λουλούδια εμείς, θα είσαι η άνοιξή μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου