Εισαγωγικό σημείωμα

'Oσοι πονάμε τη στενάζουσα σιωπή, ελάτε να γεμίσουμε τους ήχους Όσοι τον εμπαιγμό της ηθικής δεν ανεχόμαστε, ας ζωντανέψουμε ξανά τη μνήμη των κυττάρων Κι αφού αίρεση ο έρωτας στο δόγμα του θανάτου, εθελοντές ας παρατείνουμε την αχανή εκκρεμότητα του ρίγους
Κι επειδή καιρός του χωρίς, εξ αρχής ας οριοθετήσουμε με λέξεις τις μονές μας, ας ιδρύσουμε από τα παλαιά υλικά της κατεδάφισης πάνω σε πράξεις στέρεες το καινούργιο συναίσθημα, αλλιώς όσο θα μένουμε ημιάνθρωποι, δίχως αιδώ το φως θα ασχημονεί πάνω στο θαλερό κορμάκι της αλήθειας
Κι όταν η τέχνη εξοφλήσει μέρος από την υποχρέωση στο φως κι η ματαιοδοξία αρχίσει να μας επισκέπτεται αραιότερα, καθώς που άλλη ομορφιά απ' την αλήθεια δεν εβρέθηκε, σκεφθείτε πόση ομορφιά μας περιμένει!

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Άφησέ με να σ' αγαπώ

Άφησέ με να σ’ αγαπώ
με όλη τη δύναμη των λέξεων σε θέλω
εδώ θα συναντιόμαστε, όπως είσαι
με του βασιλικού το δροσερό στον κρόταφο
με το σορτσάκι και την αλογοουρά,
στη μέση μου δεμένη με τα πόδια.
Δε φέραμε τη ζωή μας ως εδώ από ένα πείσμα
Άφησέ με να σ’ αγαπώ
κι αν δε βάλαμε μουσική από την αρχή,
ήταν για ν’ ακουστούν οι λέξεις.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας καίγεται
χωρίς ποτέ κανείς να ζεσταθεί.
Άφησέ με να σ’ αγαπώ,
για κείνο που θα ήθελες να είσαι
με την επιμονή κομμένου χόρτου,
που απλώνει κίτρινο χαλί
για να περάσει η άνοιξη.
Με άχρωμες λέξεις, κουρασμένες
δε μου βολεί να ζωγραφίζω όνειρα
Άφησέ με να σ’ αγαπώ
χωρίς κανένα παραπάνω λόγο,
κράτα με μόνο από το χέρι,
όταν με βλέπεις και βυθίζομαι,
εκεί θα συναντιόμαστε.
Δοκίμασα το δάκρυ μα η ψυχή δεν ξεδιψά.
…απόψε δε θα οδηγήσω,
παρκάρισα τη σκέψη μου στα χείλη σου,
άσε με να σε πιω να ζαλιστώ!

Αγάπη δε έχων....γέγονα ήχος κενός!


 

Μοιράζω τη σιωπή στα τέσσερα
ένα του πόνου, ένα της χαράς
τα δυο δικά μου
κι έγινα σκοτεινό γιατί,
μόνο για να χωρέσω στη σκιά σου
έτσι που ό,τι κι αν δε συμβεί ανάμεσά μας
να βεβαιώνεται αναντίρρητα
του κεραυνού η προτίμηση,
όμως τόσα αμετάπειστα μετά
χωρίς ραγισματιά στη μεταξένια σιωπή
είναι φορές που με κάνεις ν’ αναρωτιέμαι
πώς δε σου περνά από το νου ότι ο καιρός
με σύμβαση αορίστου χρόνου συνεταιρίζεται
τους εργολάβους κηδειών.
Στο μεταξύ, σωπαίνω για σένα μ’ ακούς ;



Συγνώμη Νίκο !

Είναι καιρός που δε φοβούμαι τίποτα,
σχεδόν τίποτα δεν ελπίζω τώρα πια.
Ελεύθερος είμαι τώρα παρά λίγο.
Αν σου το λέει η καρδιά, αγάπη μου,
ολότελα λεφτέρωσέ με,
....αν σου το λέει η καρδιά!

Γιατί ;

Έχουμε λόγους που πληγώνουμε
εκείνους που αγαπάμε
τους άλλους τους τελειώνουμε!
Εσύ που την καρδιά σου, λες,
αγάπη δεν επείραξε,
γιατί με γέμισες πληγές ;

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

ΜΑΝΑ: ΤΟ ΝΑΙ ΠΟΥ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ

ΧΟΡΟΔΡΑΜΑ

Το κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της παράστασης
 που ανέβασε η Λένα Σύρου στο θεατράκι της Αράχωβας
 με παιδιά της πόλης, καλοκαίρι του οκτώ.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

   Τελείωσε ο Θεός τον κόσμο, έβδομη μέρα, κι απ’ τον εξώστη του ουρανού, επισκοπεί τα αιώνια έργα. Κάτω, το υποταγμένο χάος, απλωμένα τα αστέρια κι η Γη κι η θάλασσα και τα πλάσματα δοσμένα στην αγάπη.
   Τόσο του φάνηκαν όλα σοφά και όμορφα , που μεθυσμένος έπιασε να χορεύει.
   Σύντομα, όμως, ένιωσε πως δεν ήταν κανείς γύρω να  χτυπήσει παλαμάκι και …συννέφιασε.
  -Αυτό δεν το είχα σκεφτεί, είπε.
    Συνέχισε, ωστόσο, να καμαρώνει το στερέωμα κι ο νους  περασμένος στη βελόνα, κεντά την υπογραφή στην ούγια.
-Θεέ μου , είπε μια στιγμή, τόση ομορφιά δεν τη χωρά η μοναξιά μου, εγώ που για το τελευταίο πουλί πρόβλεψα μια Μάνα, σαν πεταρίζει να το χαίρεται, να το καλοτυχίζει στο ζευγάρωμα, σα σφάλλει να το συγχωρεί, εγώ, γέννησα τον εαυτό μου ορφανό!
   -Αυτό είναι σοβαρή ατέλεια, είμαι ασυγχώρητος, συλλογίστηκε και έμεινε ώρες στην περίσκεψη.
   Ώσπου μια ιδέα άστραψε στο νου του.
 «Γέννησα τον εαυτό μου, ξαναείπε, είμαι, λοιπόν, κι εγώ μια Μάνα και μπορώ δεν μπορώ, πρέπει να με συγχωρέσω»
   Ένιωσε ανακουφισμένος, έσκυψε, έκοψε από το ματόκλαδο του δακρυσμένου σύννεφου ένα ματσάκι δεντρολίβανο και συγκινημένος το πρόσφερε στον εαυτό του!

ΣΧΟΛΙΟ 1.

  Των Θεών που μ’ ορίζουν τα έργα αγαπώ τη γυναίκα!
Κοριτσάκι, κοπέλα, μητέρα, γιαγιά διπλομάνα,
τρεις και μια εποχές να χωρούν σε μιαν άνοιξη.
Και για ιδές, όλα  γύρω ν’ ανθίζουν που η ζωή επιμένει
Της μητέρας το δάκρυ αλμυρό στου πηλού το μετάπλασμα,
στου νερού την πορεία  και πηγή και κελάρυσμα.
Στην κούνια του μωρού που γεννιέται αιωρείται η ελπίδα.
Τρυφερά σκυμμένη η μάνα μεταγγίζει το αύριο. 
Ανάσα η ζωή μεσ’ στις χούφτες της ,στο λαιμό παλλόμενη φλέβα.
Κι οι πιο ταπεινοί από εμάς σε κόρφο απαλό ακουμπήσαμε,
Η πρώτη γεύση ζωής καθαρή σαν το γάλα της μάνας.
Σωπάτε κι η μάνα αγκαλιάζει την τρεμάμενη φλόγα,
Για να πάρει η ζωή του ήλιου το δρόμο,
προσευχή μουρμουρίζει που τη λέν’ και νανούρισμα
 Πάρε το ύπνε, πάρε το κι άμε το στα περβόλια…

ΣΧΟΛΙΟ 2.

Κι ύστερα έρχονται οι Απρίληδες, σωρεύονται στο στήθος.
της κοπελιάς το μάτι νυσταγμένο στο βιβλίο
κι άγρυπνος νους σκαρφαλωμένος στο παράθυρο.
Μάνα  λούζε με, μάνα μου χτένιζε με,
 μάνα μου στο σχολειό, μάνα μου μη με πέμπεις.
Αέρας φέρνει τις φωνές τις μυστικές.
«Έλα και δαχτυλίδωσε ο καιρός, στα κοραλλένια πόδια σου
η ελπίδα αποθέτει αρραβώνα.
 Μέσα από τις καλές σου τις γραμμές,
τραίνο ανυπόμονο η ζωή, φλόγες κομίζει,
ξύπνα κι ο έρωτας περνά…»
Μα η μάνα ,ανήσυχη χαρά, λαγοκοιμάται
«Ποιοι να’ ναι αυτοί, στης ταραχής που είναι δοσμένοι την απόφαση,
Αέρας ποιος τους σήκωσε κι είναι ερωτοπαρμένοι
τι θέλουν και συχνοπερνούν τραγουδιστές,
για πότε η θυγατέρα εγίνηκε γυναίκα,
Ένα παιδί είναι ακόμη ,θεέ μου,
πώς να αντέξει ανδρικής ψυχής αμίλητο βάρος;
Ένα δεμάτι χωρισμοί το ριζικό μου!
Όμως έτσι ανεβαίνει η ζωή του ήλιου το δρόμο.
Ας είναι η ώρα η καλή κι ας είναι τώρα.

ΣΧΟΛΙΟ 3.

Κι είναι το πλήρωμα του χρόνου, μάνα, ανάκατο που έρχεται,
κι είναι του μυστικού σχεδίου η ώριμη στιγμή.
 Και πριν καλά προφτάσεις ένα ποτήρι δροσερό νερό απ’τα χέρια μου,
Ήρθεν η ώρα να περάσεις την αόρατη γραμμή.
Στον ανεξύπνητο ύπνο που δόθηκες,
σε ποιο τραγούδι να χωρέσει το κενό,
στην αγκαλιά του χρόνου που κοιμήθηκες
ποιο μοιρολόι, να σου πω, να μη σου λείψει το νανούρισμα;
Μάνα μου δύσκολο κενό μ’ άφησε ο μισεμός σου,
μιας περασμένης άνοιξης μνήμες με κυβερνούν.
Κόβει ο καιρός τους κύκλους του, συγνώμη δε μου δίνει,
σύννεφο φέρνει τη βροχή κι η γη την καταπίνει.

Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, της γρίλιας τη σχισμή
ακούω χελιδονιών χαρές στου δέντρου τα κλαδιά.
Μάνα τα γέννησε κι αυτά και θα τα καμαρώνει
Και εμένα πού είσαι μάνα μου, που ο πόνος με καρφώνει;

Ξετρέχει ο νους ν’ αποζητά τα είχα και τα ‘χω χάσει,
σ’ άδεια δωμάτια σκοτεινά, σκιές με κυνηγούν.
Στο μοναστήρι της ψυχής σε κράτησα ξαργότου,
Ό,τι κι αν είναι μοναχό δεν κάνει μοναχό του.

Δεν το κρατώ παράπονο, μα απ’ όταν έφυγες, μάνα,
κανείς δε με λέει πια παιδί κι ορφάνεψα κι άσπρισα
 σ’ ένα χειμώνα και μάζεψα, έτσι που η ρέστη μου ζωή
 με άνεση να χωρά στης μαντινάδας τις τριάντα συλλαβές
«Τη μοναξιά έχω συντροφιά, που με καταλαβαίνει
 και δε μ’ αφήνει μοναχό κι όταν πονώ σωπαίνει»

Γελαστές που ξημέρωναν οι παιδικές ημέρες,
πριν κόψει ο πόνος την κλωστή κι ο ήλιος βασιλέψει με σημάδι!

ΣΧΟΛΙΟ 4.

Των θνητών που με θέλγουν τα πάθη, αγαπώ τη γυναίκα!
 Σύμμαχο βλέμμα, Μάνα ,καλοκαιρινή αγκαλιά,
 μήτρα και γη και καρπισμένο στάχυ.
Στη δύση σου ριζώνει η ανατολή,
Σαν του κεριού το λιώσιμο αραιώνεις το σκοτάδι
Μα μη μου καίγεσαι
Είμαστε οι γιοι, είμαστε οι κόρες σου.
Κι είσαι ο γόνιμος σπόρος στο χώμα για μας.
κι η ζωή ανεβαίνει του ήλιου το δρόμο
Μάνα γη, του μυστικού σχεδίου η βυθισμένη ρίζα,
το ναι που αντιστέκεται, μάνα,
τα φτερά στης πεταλούδας την πλάτη.
Σε περιβόλια γιορτινά θα συναντιώμαστε.
Κι όσο είμαστε λουλούδια εμείς, θα είσαι η άνοιξή μας.

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Μην κι έχουν δίκιο τα παιδιά ;


 

Αν το φως είναι το ζητούμενο
γιατί, τόσο βαθιά ,θεέ μου,
κρύβεσαι στην αγάπη,
από τότε που έγινε φως,
γιατί οι εραστές στήθος με στήθος
σε βάρδιες κάθε βράδυ
υπερασπίζονται τη νύχτα,
τα όνειρα γιατί η μέρα τα κοιμίζει
τα μυστικά ,γιατί ιερά
κρατούν το φως φυλακισμένο,
γιατί οι μάνες τα κορίτσια τους
στ’ άφεγγα τα χτενίζουν,
ο κεραυνός γιατί το φως
στέλνει να μας τρομάξει
μην κι έχουν δίκιο τα παιδιά
που το παιχνίδι προτιμούν
κι αφήνουν τα μαθήματα
στους αφελείς φωστήρες ;
Δεν έχω ανάγκη απ’ άλλο φως
σαν του Οιδίποδα δε βλέπετε  
πού ανέβηκεν ο νους μου ;
Δίχως γυαλιά το φως του φεγγαριού
θέλω να δω,
ας έρθει κάποιος να με πάρει από το χέρι
να πάμε όπου βρούμε μια χαρά
χωρίς αντίσταση
τι παιδική χαρά είναι αυτή η ζωή
που κλείνει όταν βραδιάσει ;
δεν έχω ανάγκη απ’ άλλο φως
ας έρθει κάποιος να μου πει ένα παραμύθι.
Τώρα που εσύ κρατάς τιμωρημένη την αλήθεια μου

Tη νύχτα δε θα μας την πάρουν



Έρχεται η νύχτα και μου λείπεις
τη μέρα εγώ δεν αγαπώ
κλείνω τα μάτια και νυχτώνει
και μέρα νύχτα σε ζητώ

Μα πήρε η νύχτα τη χαρά μου
να δώσει φως των αστεριών
και στην καρδιά μου φτερουγίζει
ο φόβος των περιστεριών

Εδώ δικάζεται η ζωή μου
μ’ ένορκη αγάπη και φιλί
να φύγω δεν μπορώ να φύγω
να μείνω πια δεν ωφελεί

Μα αν είν’ να τρέφω τ’όνειρό μου
γάλα με δημητριακά
καλύτερα στην κόλασή σου
και μετανιώνουμε μετά

Γιαυτό στη νύχτα θα κουρνιάσω
πίσω απ’ τον ήλιο θα κρυφτώ
ερώτημα να βρω μαζί σου
στις απαντήσεις που κρατώ

Πες μου τι είναι που σου λείπει
κι η νύχτα στο’χει υποσχεθεί
κι εγώ θα σβήσω όλα τα φώτα
στην αγκαλιά σου να βρεθεί

Και θα φιλέψω εγώ τη νύχτα
μ’ ένα γλυκό του κουταλιού
ν’ απλώσει επάνω στα μαλλιά σου
λίγο απ’ το φως του φεγγαριού

Τη νύχτα δε θα μας την πάρουν
οι φωτεινές επιγραφές
φτάνει να πεις τι θες να κάνω
όπως σε θέλω να με θες

Κρύβει η ζωή στα κύτταρά της
των εραστών την ενοχή
ένοχη αγάπη δεν υπάρχει
κι η νύχτα βάζει υπογραφή


Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Να ξέρετε


Κυρίες μου,
ωραίες μου κυρίες,
όσες  σε έρωτος
ευρίσκεστε ακόμη
ηλικίαν εννοώ,
το να μην αγαπάτε,
πρώτης γενιάς δικαίωμα.
όπως η πείνα κι η αμάθεια
κι ο θάνατος
…όμως αν δε θέλετε ν’ αγαπάτε,
αν δεν ξέρετε,
αν δεν μπορείτε,
θέλω να πω, αν αγωγή
δεν έχετε λάβει συναισθήματος
ανανταπόδοτα μην αφήνεστε
να σας αγαπούν
και που δε λογαριάζεται
ακόμη ποινικό αδίκημα,
να ξέρετε σκοτώνει!

Αυτοάνοσο

                 


Δε βλέπω να με περιμένει μέλλον εραστή
με παραμύθι περισσότερο μου μοιάζω,
όπως κι εκείνο την αλήθεια μου φλερτάρω
όπως κι εκείνο αρνούμαι τη συκοφαντία
ότι είμαι ψέμα.

Παλιές εικόνες που κρατώ από σένα μέσα μου
με λέξεις αγιογραφώ που σε πρεσβεύουν
όπως κι εκείνες των σκιών σηκώνω τα φορτία,
όπως κι εκείνες της ζωγραφιάς υπερασπίζομαι τη διαφορά
άπ’ τις κοινές εικόνες


Δε βλέπω να με περιμένουν αγκαλιές
σε καραγκιόζη περισσότερο μου φέρνω,
όπως κι εκείνος συγκινήσεις να κερνώ
όπως κι εκείνος με τον πόνο μου που χαίρονται
να μην καταλαβαίνω.

Ήχους διαλέγω να με φέρουν στους ρυθμούς σου
με των πουλιών τη γλώσσα την αλάλητη
όπως κι εκείνοι αντηχώ τις λεπτομέρειες
όπως κι εκείνοι του ύμνου διορίζω την απόσταση
απ’ τα κοινά τραγούδια.


Δε βλέπω να με περιμένει δόξα ποιητή
σ’ ένα αποχυμωτή καιρό που διάλεξα να γράψω
μα όπως κι εκείνος θα περαματίζω τις κλωστές
όπως κι εκείνος δε θα πάψω να μετρώ
πόσα χαμόγελα  χωρούν εν τέλει σ’ ένα στίχο.

Ιδού

                        


Μετέωρος στην άκρη του γιατί
καθώς ανέμου νους γυρίζει την πυξίδα
αντί για δάκρυ που έλειψε
ένα ρευστό ερώτημα
ρίχνω στων ποιητών το μύλο:
Να ζει κανείς ή να ερωτεύεται ;
Ιδού μεταλλαγμένη η απορία
στον άνοστο καιρό των εξελίξεων.
Τον ένα θάνατο τον έναν έρωτα
που πέφτει στον καθένα
πού να τον επενδύσει θαρρετά
για της ψυχής το κέρδος ;