Εκεί στο πανωσήκωμα της μύτης
που νυχτέρευες περίοπτη
είχα μπροστά σου γονατίσει,
μ’ένα λουλούδι στην καρδιά
και στο κουτί ένα δάκρυ για μονόπετρο
πίστεψέ με, σου είχα πει, αλλιώς
πώς να σε μάθω να κλαις,
θα ρθούνε καύσωνες καιροί
μη μου στεγνώσεις
και εσύ που δεν μπορούσες, λέει,
έτσι θλιμμένο να με βλέπεις
από οίκτο λίγο λίγο στους γραμματείς σου
με παρέπεμψες
πίστεψέ με, σου είχα πει, να’ χει ένα βάρος
η ψυχή ν’αντιμιλάει στον άνεμο
και εσύ που αλλού για μένα δεν υπήρχε
μ’ άφησες σε χελιδονιών τροχιές
κι αποδημίες
έκτοτε έχουν περάσει από το νου μου
τα χειρότερα
έκτοτε έχω μάθει πως το δάκρυ
μαργαριτάρι μες στο κέλυφος του πόνου
και τώρα που κανένας κόπος
δε σ’ εχθρεύτηκε
εσύ που σε κλειστά κυκλώματα ασφαλίστηκες
πού βρήκες το δικαίωμα και κλαις
κρυστάλλινη, εστεμμένη της καρδιάς
ωραίο το σορτσάκι σου, αλλά δεν ανεμίζει
όμορφη από πάντα πού να ξέρεις
κι εγώ δε σκέφτηκα από τότε να στο πω:
καίνε πολύ τα δάκρυα της συγνώμης
καίνε πολύ κι είναι αλμυρά
δεν κάνουν για λουλούδια
είσαι ό,τι πολυτιμότερο δεν είχα
όμως δεν είναι πια καιρός για ταραχές
φύγε καλύτερα
να σε ματώσω έχω στο λόγο της τιμής
των κερασιών δοσμένη υπόσχεση,
να σε ματώσω κι ας με κόψει από τη ρίζα.
polu wraio....
ΑπάντησηΔιαγραφή